ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ - ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

- Το δίκαιο της ΑΕ για τις ελαττωματικές αποφάσεις της γενικής συνέλευσης τροποποιήθηκε ριζικά με τον Ν.3604/2007. Ειδικότερα, με τις διατάξεις των άρθρων 35α, 35β και 35γ, όπως αυτές ισχύουν μετά την αντικατάσταση με τα άρθρα 42-44 Ν 3604/2007, αναμορφώθηκε το καθεστώς της ακυρότητας, της ακυρωσίας και του ανυπόστατου των αποφάσεων της γενικής συνελεύσεως των μετόχων ανώνυμης εταιρίας [άρθρο 42 Αιτιολογικής Εκθέσεως στο σχέδιο νόμου «Αναμόρφωση και τροποποίηση του κωδικοποιημένου νόμου 2190/1920 Περί ανωνύμων εταιριών - Ενσωμάτωση στο ελληνικό δίκαιο των Οδηγιών α) 2006/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 6ης Σεπτεμβρίου 2006 και β) 2003/58/ ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Ιουλίου 2003»] με τον επαναπροσδιορισμό των ελαττωμάτων που επιφέρουν την ακυρότητα της αποφάσεως ή την ακυρωσία αυτής. Με τη νέα ρύθμιση περιορίστηκαν οι περιπτώσεις που η ελαττωματικότητα μίας απόφασης της Γ.Σ. μπορεί να συνίσταται στην ακυρότητά της (και εντάχθηκαν σ' αυτήν οι μείζονος βαρύτητας περιπτώσεις), ενώ διευρύνθηκαν αντίστοιχα οι λόγοι για τους οποίους μια τέτοια απόφαση μπορεί να είναι ακυρώσιμη. Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 35α, προβλέπονται τέσσερις (4) κατηγορίες ακυρώσιμων αποφάσεων: α) αποφάσεις που ελήφθησαν με τρόπο που δεν είναι σύμφωνος με τον νόμο ή το καταστατικό, β) αποφάσεις που ελήφθησαν από Γ.Σ. που δε είχε νόμιμα συγκληθεί ή συγκροτηθεί, γ) αποφάσεις που ελήφθησαν χωρίς να παρασχεθούν οφειλόμενες πληροφορίες που ζητήθηκαν κατά το άρθρο 39 και δ) αποφάσεις που ελήφθησαν κατά κατάχρηση εξουσίας της πλειοψηφίας, υπό τους όρους του άρθρου 281 ΑΚ, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 35β, προβλέπονται δύο κατηγορίες άκυρων αποφάσεων: α) αποφάσεις που με το περιεχόμενο τους παραβιάζουν το νόμο ή το καταστατικό και β) αποφάσεις που λαμβάνονται χωρίς να προηγηθεί η σύγκληση της Γ.Σ. Αναφορικά με το δεύτερο ως άνω λόγο ακυρότητας, ήτοι τη λήψη απόφασης από Γ.Σ. που συγκροτήθηκε χωρίς προηγούμενη σύγκλησή της, ενόψει της σοβαρότητας της κύρωσης, ο ν. 3604/2007 καθόρισε αυθεντικά τις προϋποθέσεις της υποστατής σύγκλησης Γ.Σ. στην παράγραφο 2 του άρθρου 35β του n. 2190/1920, επιλέγοντας τα ουσιώδη στοιχεία του άρθρου 26 του ίδιου νόμου. Έτσι, η Γ.Σ. θεωρείται συγκληθείσα εφόσον: α) υπάρχει πρόσκληση κατά την έννοια του άρθρου 26, β) η πρόσκληση περιέχει τουλάχιστον ένδειξη της ημερομηνίας και του τόπου της συνεδρίασης, γ) η πρόσκληση προέρχεται από την εταιρία και δ) η πρόσκληση έχει δημοσιευθεί κατά το νόμο, δηλαδή κατά τους ορισμούς του άρθρου 26. Οι προϋποθέσεις του άρθρου 26 ως προς τον χρόνο και το μέσο της δημοσίευσης δεν είναι τυπικές διαδικαστικές προϋποθέσεις της σύγκλησης, αλλά αποτελούν ουσιαστικές προϋποθέσεις, που διασφαλίζουν ότι οι μέτοχοι έχουν πραγματική δυνατότητα και εύλογη πιθανότητα να πληροφορηθούν εγκαίρως την πραγματοποίηση της συνέλευσης, ώστε να συμμετάσχουν σε αυτή ή να ασκήσουν εμπρόθεσμα τα ένδικα βοηθήματα κατά της απόφασης. Η έλλειψη ενός από τα παραπάνω στοιχεία έχει ως συνέπεια τη μη σύγκληση της Γ.Σ. και, κατ' επέκταση, την ακυρότητα της απόφασης. Καθίσταται φανερό, επομένως, ότι η νόμιμη δημοσίευση από την εταιρία ανακοίνωσης που να περιέχει τουλάχιστον (αληθή) ένδειξη για την ημέρα και τον τόπο της Γ.Σ. θεωρείται essentialium της διαδικασίας για τον σχηματισμό της συλλογικής εταιρικής βούλησης, δηλαδή ελάχιστη στοιχειώδης προϋπόθεση (διαδικαστικής φύσης) για τη λήψη καταρχήν έγκυρης απόφασης από τη Γ.Σ., έτσι ώστε απόφαση που λήφθηκε χωρίς τη διαδικασία αυτή να είναι άκυρη (Β. Αντωνόπουλος, Ανώνυμες Εταιρίες, ερμηνεία άρθρων του Κ.Ν. 2190/1920, έκδοση 2013, σελ. 736). Κατά συνέπεια, η έλλειψη στοιχειώδους έστω δημοσιότητας της πρόσκλησης αναιρεί το στοιχείο της εξωτερίκευσης αυτής, ώστε να καταστεί απευθυντέα στους μετόχους και καθιστά την απόφαση της συνέλευσης άκυρη και όχι ακυρώσιμη (Σ. Μούζουλας, Ο Ν. 3604/2007 για την αναμόρφωση και τροποποίηση του ΚΝ 2190/1920, σελ. 469). Ωστόσο, παρά την έλλειψη σύγκλησης της Γ.Σ., κατά την έννοια του άρθρου 35β παρ.2 ΚΝ 2190/1920, η απόφαση της Γ.Σ. δεν είναι άκυρη (αλλά απολύτως έγκυρη), όταν στη Γ.Σ. παρίστανται ή αντιπροσωπεύονται όλοι οι μέτοχοι και δεν εναντιώνονται στη λήψη της απόφασης. Έτσι, σε περίπτωση που δεν υπήρξε καθόλου σύγκληση γενικής συνέλευσης (δηλ. όχι απλώς μη νόμιμη σύγκληση), αλλά ούτε καθολική Γ.Σ. (διότι τότε οι ληφθείσες αποφάσεις θα ήταν, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 26, έγκυρες), η απόφαση που λήφθηκε στη (ψευδο)συνέλευση αυτή είναι απλώς άκυρη (και όχι ανυπόστατη) (Ν. Ρόκας, Εμπορικές Εταιρίες, εκδ. 2012, σελ. 276, πρβλ και Κ.Παμπούκη «Καθολική Γενική Συνέλευση» ΕλΔνη 1994.516 επ, όπου, σύμφωνα με τό προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, οι αποφάσεις της ψευδεπίγραφης καθολικής συνέλευσης θεωρούνταν ανύπαρκτες ή ανυπόστατες ή φαινομενικές και ΕφΑθ 4955/2011 ΕλΔνη 2013.763). Η ουσιαστική (και πρακτική) διαφορά μεταξύ άκυρων και ακυρώσιμων αποφάσεων έγκειται ιδίως στο ότι η προθεσμία προβολής της ακυρότητας είναι μεγαλύτερη. Ειδικότερα, στις περιπτώσεις ακυρότητας των αποφάσεων της Γ.Σ. η ακυρότητα λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο εντός προθεσμίας ενός έτους από την υποβολή του σχετικού πρακτικού στην αρμόδια αρχή ή από την καταχώρηση της απόφασης στο Μητρώο (άρθρο 35β παρ. 4α ΚΝ 2190/1920, όπως τροπ. με το άρθρο 43 του Ν.3604/2007), ενώ στις περιπτώσεις ακυρωσίας η απόφαση ακυρώνεται από το δικαστήριο εντός προθεσμίας τριών μηνών από την υποβολή του σχετικού πρακτικού στην αρμόδια αρχή ή από την καταχώρηση της απόφασης στο Μητρώο (άρθρο 35α παρ. 7 του Κ.Ν. 2190/1920, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 42 του Ν. 3604/2007).- Κατά τη διάταξη του άρθρου 32 του ΚΝ 2190/1920 επιβάλλεται η τήρηση βιβλίου πρακτικών Γενικών Συνελεύσεων, στο οποίο καταχωρούνται, ο κατάλογος των μετόχων που παραβρέθηκαν ή αντιπροσωπεύθηκαν στη γενική συνέλευση, οι γνώμες μετόχων και οι αποφάσεις της γενικής συνελεύσεως. Τα πρακτικά αυτά ως βιβλίο τηρούμενο από έμπορο αποτελούν κατά τον ΚΠολΔ ιδιωτικό έγγραφο. Αυτά μη αμφισβητούμενα θεωρούνται γνήσια και αποτελούν απόδειξη τόσο του περιεχομένου όσο και της πληρότητας τους (Λ. Γεωργακόπουλος, Το Δίκαιον των Εταιριών, τόμος II, § 43, σ 328), επιτρέπεται όμως, σύμφωνα με το άρθρο 445 ΚΠολΔ, ανταπόδειξη (ΕφΛαρ 2/2016), iNLAW.GR).