Πνευματική ιδιοκτησία - Συγγενικά δικαιώματα

Κατά τις διατάξεις του άρθρου 4ε' παρ 2 περ. β' και 3 εδ. β' του Ν. 2121/1993 "περί πνευματικής ιδιοκτησίας, συγγενικών δικαιωμάτων και λοιπών θεμάτων", οι ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες έχουν το δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την άμεση ή έμμεση αναπαραγωγή της εγγραφής της ερμηνείας ή εκτέλεσης τους, καθώς και τη θέση σε κυκλοφορία με μεταβίβαση της κυριότητας, με εκμίσθωση ή με δημόσιο δανεισμό του υλικού φορέα με την εγγραφή (παρ. 2β'). Ο ερμηνευτής ή εκτελεστής καλλιτέχνης διατηρεί πάντοτε το δικαίωμα της αμοιβής για την ενέργεια καθεμιάς των πράξεων της παρ. 2 σε κάθε τρόπο εκμετάλλευσης της ερμηνείας ή εκτέλεσης του (παρ. 3 εδ. β'). Κατά δε τις διατάξεις του άρθρου 65 του ως άνω νόμου, όποιος υπαιτίως προσέβαλε την πνευματική ιδιοκτησία ή τα συγγενικά δικαιώματα άλλου, υποχρεούται σε αποζημίωση, η οποία δεν μπορεί να είναι κατώτερη από το διπλάσιο της αμοιβής που συνήθως ή κατά νόμο καταβάλλεται για το είδος της εκμετάλλευσης που έκανε χωρίς την άδεια ο υπόχρεος (παρ. 2). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι τα συγγενικά δικαιώματα των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, που αναγνωρίζονται από το Ν. 2121/1993 και παρέχουν στο δικαιούχο τις εξουσίες που απαριθμούνται αποκλειστικά και όχι ενδεικτικά στα άρθρα 46 επ. του νόμου αυτού, αποσκοπούν στην αποτροπή χρήσεων της ερμηνείας ή της εκτέλεσης, πέρα από αυτές που έχουν συμφωνηθεί. Με τη σύμβαση δε, που με ποινή ακυρότητας καταρτίζεται εγγράφως (άρθρο 52), ανάμεσα στον ερμηνευτή ή εκτελεστή καλλιτέχνη και τον παραγωγό του υλικού φορέα εικόνας ή ήχου και εικόνας, παρέχεται από τον πρώτο στο δεύτερο η άδεια για την εγγραφή της ερμηνείας ή εκτέλεσης, την αναπαραγωγή και εκμετάλλευση της. Τα δικαιώματα αυτά προστατεύονται από ένα πλέγμα από προληπτικά μέτρα και (αστικές) κυρώσεις (άρθρο 65) που έχουν σχετική αυτοτέλεια και μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς άμεση προσφυγή στις γενικές διατάξεις του ΑΚ, οι οποίες μόνο συμπληρωματικά θα τύχουν εφαρμογής. Η προσβολή δε των δικαιωμάτων αυτών αποτελεί πράξη παράνομη και, εφόσον γίνεται υπαίτια, συνιστά και αδικοπραξία, διότι ενέχει και εναντίωση προς την αποκλειστική εξουσία του δικαιούχου. Για το λόγο αυτό, ο ενάγων, δικαιούχος του συγγενικού δικαιώματος, δεν οφείλει να αποδείξει το γεγονός ότι η προσβολή έγινε χωρίς την άδεια του, καθόσον η ίδια πράξη της προσβολής συνεπάγεται και το παράνομο, αλλά ο εναγόμενος προσβολέας που αρνείται τη συνδρομή της προσβολής, διότι επικαλείται νόμιμη άδεια εκμεταλλεύσεως, θα πρέπει να ισχυριστεί κατ' ένσταση και να αποδείξει τα γεγονότα που αποκλείουν τον παράνομο χαρακτήρα της προσβολής. (ΑΠ 552/2015, inlaw.gr)