Συγχώνευση Α.Ε.

Από τις διατάξεις των άρθρων 68 παρ. 1 και 2 και 75 παρ. 1 και 2 του ΚΝ 2190/1920, όπως το πρώτο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 του π.δ 498/1987 και το δεύτερο προστέθηκε με το άρθρο 12 του ίδιου ΠΔ, προκύπτει ότι μπορεί να πραγματοποιηθεί η συγχώνευση ανωνύμων εταιριών είτε με απορρόφηση είτε με σύσταση νέας εταιρείας (άρθρ. 68 παρ. 1). Συγχώνευση με απορρόφηση είναι εκείνη με την οποία μία ή περισσότερες εταιρίες (απορροφούμενες), οι οποίες λύονται χωρίς να ακολουθήσει εκκαθάριση, μεταβιβάζουν σε άλλη υφιστάμενη ανώνυμη εταιρία (απορροφούσα) το σύνολο της περιουσίας τους (ενεργητικό και παθητικό) υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου. Κατά το άρθρο 75 παρ.1, από την καταχώρηση, στο μητρώο ανωνύμων εταιριών, της εγκριτικής απόφασης της συγχώνευσης που προβλέπεται από το άρθρο 74, επέρχονται αυτοδίκαια και ταυτόχρονα, χωρίς καμία άλλη διατύπωση, τόσο για τις συγχωνευόμενες εταιρίες όσο και έναντι τρίτων τα ακόλουθα αποτελέσματα: α) Η απορροφούσα εταιρία υποκαθίσταται σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ή των απορροφουμένων εταιριών και η μεταβίβαση αυτή εξομοιώνεται με καθολική διαδοχή, β) ..., γ) Η απορροφούμενη ή οι απορροφούμενες εταιρείες παύουν να υπάρχουν. Κατά δε το άρθρο 75 παρ. 2, οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται αυτοδικαίως από την απορροφούσα εταιρία ή κατ’ αυτής, χωρίς καμία ειδικότερη διατύπωση από μέρους της για τη συνέχιση, χωρίς να επέρχεται, λόγω της συγχώνευσης, βιαία διακοπή της δίκης και χωρίς να απαιτείται δήλωση για την επανάληψή της. Κατά την έννοια της, κατά τα άνω, συγχώνευσης, με αυτήν η συγχωνευόμενη εταιρία παύει να υφίσταται χωρίς να μεσολαβήσει εκκαθάριση, εξαφανιζόμενη ως υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και η νέα εταιρία, ως διάδοχος των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, συνεχίζει τις εκκρεμείς δίκες (ΑΠ 1182/2012, ΑΠ 702/2012, ΑΠ 1165/2009). Περαιτέρω, από την ημερομηνία καταχώρησης της διοικητικής απόφασης για τη σύσταση της ανώνυμης εταιρίας και την έγκριση του καταστατικού της στο μητρώο ανωνύμων εταιριών (ΜΑΕ) της οικείας νομαρχίας, η εταιρία αποκτά νομική προσωπικότητα (άρθρο 7β παρ.10 ΚΝ 2190/1920). Η καταχώρηση δηλαδή στο ΜΑΕ έχει για την ανώνυμη εταιρία συστατικό χαρακτήρα. Της καταχώρησης της εταιρίας στο ΜΑΕ έπεται δημοσίευση σχετικής ανακοίνωσης στο ΦΕΚ, τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ, η οποία έχει δηλωτικό χαρακτήρα και προσδιορίζει τις έννομες σχέσεις της εταιρίας έναντι τρίτων (άρθρο 7β παρ. 1 περ. β` και 13 ΚΝ 2190/1920).

Τροποποίηση του καταστατικού της ανώνυμης εταιρίας αποτελεί κάθε μεταβολή του περιεχομένου του καταστατικού, που μπορεί να συνίσταται σωρευτικά ή διαζευκτικά στην προσθήκη επιπλέον διατάξεων ή στην κατάργηση, αντικατάσταση ή αλλοίωση του περιεχομένου ήδη υφισταμένων διατάξεων του καταστατικού. Το καταστατικό τροποποιείται μόνο με απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων της ανώνυμης εταιρίας (άρθρα 4 παρ.2 και 34 παρ.1 περ. α’ ΚΝ 2190/1920) και η απόφαση της γενικής συνέλευσης υπόκειται στην έγκριση του Υπουργού Εμπορίου (άρθρο 4 παρ.2 ΚΝ 2190/1920). Εφόσον διαπιστωθεί η νομιμότητα της τροποποίησης του καταστατικού, ο νομάρχης υποχρεούται να την εγκρίνει. Με την απόφαση του νομάρχη για την έγκριση της τροποποίησης του καταστατικού διατάσσεται, παράλληλα, η καταχώρηση της εγκριτικής απόφασης στο ΜΑΕ της νομαρχίας και η δημοσίευση αντίστοιχης ανακοίνωσης στο ΦΕΚ τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ.

Η τροποποίηση του καταστατικού συντελείται μόνο μετά την καταχώρηση στο ΜΑΕ της νομαρχίας της εγκριτικής διοικητικής απόφασης μαζί με ολόκληρο το νέο κείμενο του καταστατικού (άρθρο 7Β παρ.11 εδ. α’ ΚΝ 2190/1920). Τέλος, από το συνδυασμό των άρθρων 118, 119 και 520 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει, εκτός των άλλων στοιχείων και την επωνυμία του νομικού προσώπου που ασκεί την έφεση, κατά τρόπο ώστε να μην γεννάται αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Έτσι, η ενδεχομένως εσφαλμένη αναγραφή του ανωτέρω στοιχείου δεν επιφέρει ακυρότητα ή απαράδεκτο του δικογράφου της έφεσης, εφόσον εκ της εσφαλμένης αναγραφής του στοιχείου αυτού δεν δημιουργείται αμφισβήτηση ως προς την ταυτότητα του διαδίκου, το δε δικαστήριο, για να την προσδιορίσει, χωρεί στη συνολική έρευνα του περιεχομένου του δικογράφου της έφεσης.

(ΑΠ 968/2015, iNLAW.GR)